- κακοδιοίκητος
- η, ον плохо руководимый, управляемый (об учреждении и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοδιοίκητος — η, ο αυτός που διοικείται κακώς ή αυτός που δύσκολα τον κυβερνά κάποιος: Κακοδιοίκητος λαός είναι οι κάτοικοι της χώρας αυτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδιοίκητος — η, ο 1. (για χώρες, δήμους, επιχειρήσεις, νοικοκυριά κ.λπ.) αυτός που διοικείται με κακό τρόπο 2. αυτός που διοικείται δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κακόνομος — η, ο (Α κακόνομος, ον) αυτός που διοικείται με κακούς νόμους, κακοδιοίκητος, κακοκυβέρνητος («κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νόμος (< νόμος), πρβλ. αυτό νομος, χρυσό νομος] … Dictionary of Greek